Δαμαρατος

Δαμαρατος
    Δαμάρατος
    Δᾱμάρατος
    ὅ дор. = Δημάρατος См. Δημαρατος

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "Δαμαρατος" в других словарях:

  • Damaratos — (dor. Δαμάρατος, Dāmárātos; ion. Δημάρατος, Dēmárātos) war spartanischer König aus dem Geschlecht der Eurypontiden von ca. 515 bis ca. 491 v. Chr. Nach einem gescheiterten Angriff auf Athen 506 v. Chr. war er mit seinem Mitkönig Kleomenes… …   Deutsch Wikipedia

  • δημάρατος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Κορίνθιος ευγενής (7ος αι. π.Χ.). Καταγόταν από τον οίκο των Βακχιαδών. Καταδιώχθηκε από τον Κύψελο και έφυγε από την Κόρινθο στα μέσα του 7ου αι. π.Χ., παίρνοντας μαζί του πολλούς καλλιτέχνες. Εγκαταστάθηκε στην… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»